radical
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
radical (en)
- ριζοσπάστης
- ριζοσπαστικός, ρηξικέλευθος
- (μαθηματικά) ρίζα
- (χημεία) ρίζα
- (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.