radical

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

radical (en)

  1. ριζοσπάστης
  2. ριζοσπαστικός, ρηξικέλευθος
  3. (μαθηματικά) ρίζα
  4. (χημεία) ρίζα
  5. (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)

Επίθετο

radical (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό radical radicaux
θηλυκό radicale radicales

radical (fr)

  1. ριζοσπαστικός
  2. ριζικός

Ουσιαστικό

radical (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.