ρε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρε < ωρέ < αρχαία ελληνική μωρέ (κουτέ, ανόητε), κλητική του μωρός

Επιφώνημα

ρε

  1. (οικείο) μωρέ ή μωρή
  2. (οικείο) ε, φίλε!

Σημειώσεις

  • Η χρήση του ρε ανάλογα με τις περιστάσεις της επικοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί είτε προσβλητική είτε ένδειξη οικειότητας

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

ρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική re < λατινική re < resonare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος resono < re- + sono (στη φράση Ut queant laxis, Resonare fibris. Mira gestorum, Famuli tuorum. Solve polluti Labii reatum Sancte Ioannes, όπως προτάθηκε από τον Γκουίντο ντ' Αρέτσο, στα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα)

Ουσιαστικό

ρε ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) η δεύτερη νότα στην κλίμακα του ντο

Η χρωματική κλίμακα

ντο ή C ντο# ή C# ρε ή D ρε# ή D# μι ή E φα ή F φα# ή F# σολ ή G σολ# ή G# λα ή A λα# ή A# σι ή B

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.