φα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fa[1]
το κλειδί του φα

Ουσιαστικό

φα ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η τέταρτη νότα στην κλίμακα του ντο
  2. κλειδί του φα: σύμβολο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και υποδηλώνει τη θέση του φα στην τέταρτη γραμμή

η χρωματική κλίμακα

ντο ή C ντο# ή C# ρε ή D ρε# ή D# μι ή E φα ή F φα# ή F# σολ ή G σολ# ή G# λα ή A λα# ή A# σι ή B

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.