φα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
φα ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η τέταρτη νότα στην κλίμακα του ντο
- κλειδί του φα: σύμβολο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και υποδηλώνει τη θέση του φα στην τέταρτη γραμμή
η χρωματική κλίμακα
| ντο ή C | ντο# ή C# | ρε ή D | ρε# ή D# | μι ή E | φα ή F | φα# ή F# | σολ ή G | σολ# ή G# | λα ή A | λα# ή A# | σι ή B |
Μεταφράσεις
φα
|
|
Αναφορές
- φα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
