σολ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σολ < → λείπει η ετυμολογία
το κλειδί του σολ και η νότα σολ στη δεύτερη γραμμή
Ουσιαστικό
σολ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η πέμπτη νότα στην κλίμακα του ντο
- κλειδί του σολ: μουσικό σημείο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και δηλώνει τη θέση της νότας σολ στη δεύτερη γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.