πόρπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόρπη οι πόρπες
      γενική της πόρπης των πορπών
    αιτιατική την πόρπη τις πόρπες
     κλητική πόρπη πόρπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρωμαϊκές πόρπες

Ετυμολογία

πόρπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρπη < πείρω

Ουσιαστικό

πόρπη θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η αγκράφα της ζώνης για τη μέση, κυρίως η πολυτελής που είναι από μόνη της κόσμημα
  2. (αρχαιολογία, κόσμημα) το κόσμημα με το οποίο συγκρατούσαν στους ώμους τον πέπλο και τον χιτώνα
     συνώνυμα: περόνη
  3. καρφίτσα για τα μαλλιά

Συγγενικά

  • πορπωτός

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόρπη αἱ πόρπαι
      γενική τῆς πόρπης τῶν πορπῶν
      δοτική τῇ πόρπ ταῖς πόρπαις
    αιτιατική τὴν πόρπην τὰς πόρπᾱς
     κλητική ! πόρπη πόρπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόρπ
γεν-δοτ τοῖν  πόρπαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βοιωτική πόρπη με γοργόνειο, του 6ου αι. π.Χ., Λούβρο

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.