πόρπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόρπη | οι | πόρπες |
| γενική | της | πόρπης | των | πορπών |
| αιτιατική | την | πόρπη | τις | πόρπες |
| κλητική | πόρπη | πόρπες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ρωμαϊκές πόρπες
Ετυμολογία
- πόρπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρπη < πείρω
Ουσιαστικό
πόρπη θηλυκό
Συγγενικά
- πορπωτός
Πηγές
- πόρπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πόρπη | αἱ | πόρπαι |
| γενική | τῆς | πόρπης | τῶν | πορπῶν |
| δοτική | τῇ | πόρπῃ | ταῖς | πόρπαις |
| αιτιατική | τὴν | πόρπην | τὰς | πόρπᾱς |
| κλητική ὦ! | πόρπη | πόρπαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόρπᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πόρπαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βοιωτική πόρπη με γοργόνειο, του 6ου αι. π.Χ., Λούβρο
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πόρπη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόρπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.