αγκράφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκράφα | οι | αγκράφες |
| γενική | της | αγκράφας | των | αγκραφών |
| αιτιατική | την | αγκράφα | τις | αγκράφες |
| κλητική | αγκράφα | αγκράφες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αγκράφα δερμάτινης ζώνης

Αγκράφα ρολογιού
Ετυμολογία
- αγκράφα < (άμεσο δάνειο) γαλλική agrafe + -α
Ουσιαστικό
αγκράφα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.