γοργόνειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γοργόνειο | τα | γοργόνεια |
| γενική | του | γοργόνειου & γοργονείου |
των | γοργόνειων & γοργονείων |
| αιτιατική | το | γοργόνειο | τα | γοργόνεια |
| κλητική | γοργόνειο | γοργόνεια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γοργόνειο < Γοργώ
_02.jpg.webp)
Γοργόνειο σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό του 2ου αι. από την Palencia της Ισπανίας
Ουσιαστικό
γοργόνειο ουδέτερο
- το κεφάλι της Γοργώς ή Μέδουσας, που σκότωσε ο Περσέας και στόλιζε την ασπίδα της Αθηνάς, επειδή, ακόμη και νεκρό, πέτρωνε όποιον το κοίταζε· απεικονίζεται ως αποτροπαϊκό σύμβολο σε ασπίδες, κοσμήματα (πχ σε πόρπες), ψηφιδωτά κλπ
-
Μέδουσα (μυθολογία) στη Βικιπαίδεια

- Gorgoneion στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.