finding
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| finding | findings |
finding (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το εύρημα, η διαπίστωση, το πόρισμα
- ↪ the findings of the Commission - τα ευρήματα/οι διαπιστώσεις/τα πορίσματα της εξεταστικής Επιτροπής
- (νομικός όρος) δικαστική απόφαση
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.