πυόρροια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυόρροια οι πυόρροιες
      γενική της πυόρροιας των πυορροιών
    αιτιατική την πυόρροια τις πυόρροιες
     κλητική πυόρροια πυόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυόρροια < ελληνιστική κοινή πυόρροια[1] [2] < αρχαία ελληνική πύον + ῥέω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pyorrhée[2] η σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pyorrhea[2])

Ουσιαστικό

πυόρροια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πυόρροια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πυόρροια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.