διαπύηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπύηση οι διαπυήσεις
      γενική της διαπύησης* των διαπυήσεων
    αιτιατική τη διαπύηση τις διαπυήσεις
     κλητική διαπύηση διαπυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαπύηση < δια- + πύον + -ήση

Ουσιαστικό

διαπύηση θηλυκό

  • η επιπλοκή της κατάστασης ενός τραύματος που παρατηρείται όταν εμφανίζεται πύον κάποιες ώρες ή μέρες μετά τη δημιουργία της τομής· το πύον αρχικά βρίσκεται σε δερμάτινη κάψα, η οποία διαρρηγνύεται, αν το περιεχόμενό της δεν απορροφηθεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.