βαρηκοΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρηκοΐα | οι | βαρηκοΐες |
| γενική | της | βαρηκοΐας | των | βαρηκοϊών |
| αιτιατική | τη | βαρηκοΐα | τις | βαρηκοΐες |
| κλητική | βαρηκοΐα | βαρηκοΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρηκοΐα < μεσαιωνική ελληνική βαρηκοΐα < αρχαία ελληνική βαρυηκοΐα
Μεταφράσεις
βαρηκοΐα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.