φατνιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φατνιακός η φατνιακή το φατνιακό
      γενική του φατνιακού της φατνιακής του φατνιακού
    αιτιατική τον φατνιακό τη φατνιακή το φατνιακό
     κλητική φατνιακέ φατνιακή φατνιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φατνιακοί οι φατνιακές τα φατνιακά
      γενική των φατνιακών των φατνιακών των φατνιακών
    αιτιατική τους φατνιακούς τις φατνιακές τα φατνιακά
     κλητική φατνιακοί φατνιακές φατνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φατνιακός < φατνίο

Επίθετο

φατνιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τα φατνία
  2. (γλωσσολογία) (φθόγγος) που παράγεται όταν η γλώσσα ακουμπά τα φατνία των επάνω δοντιών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.