φατνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φατνιακός | η | φατνιακή | το | φατνιακό |
| γενική | του | φατνιακού | της | φατνιακής | του | φατνιακού |
| αιτιατική | τον | φατνιακό | τη | φατνιακή | το | φατνιακό |
| κλητική | φατνιακέ | φατνιακή | φατνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φατνιακοί | οι | φατνιακές | τα | φατνιακά |
| γενική | των | φατνιακών | των | φατνιακών | των | φατνιακών |
| αιτιατική | τους | φατνιακούς | τις | φατνιακές | τα | φατνιακά |
| κλητική | φατνιακοί | φατνιακές | φατνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φατνιακός < φατνίο
Επίθετο
φατνιακός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.