πυλώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυλώνας | οι | πυλώνες |
| γενική | του | πυλώνα | των | πυλώνων |
| αιτιατική | τον | πυλώνα | τους | πυλώνες |
| κλητική | πυλώνα | πυλώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυλώνας < αρχαία ελληνική πυλών < πύλη (2,3. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pylône)
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈlo.nas/
Ουσιαστικό
πυλώνας αρσενικό
- η κυρίως (επιβλητική) πύλη
- Μία ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση είναι ότι η μνημειακή είσοδος στον ναό περιλάμβανε δύο πυλώνες από ασβεστόλιθο, που ακολουθούνταν από κιονοστοιχία δύο σειρών με τέσσερις γιγαντιαίους κίονες. (*)
- μεταλλική ή τσιμεντένια κατασκευή με μεγάλο ύψος, στην οποία στηρίζονται αγωγοί μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης
- Το νομαρχιακό συμβούλιο ενέκρινε τους περιβαλλοντικούς όρους για τη μετατόπιση των πυλώνων υψηλής τάσης από κατοικημένες περιοχές σε εκτός σχεδίου. (*)
- (μεταφορικά) κάτι το οποίο στηρίζει κάτι άλλο και αποτελεί βασική προϋπόθεση ύπαρξής του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πύλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.