πυλών
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πυλών | οἱ | πυλῶνες |
| γενική | τοῦ | πυλῶνος | τῶν | πυλώνων |
| δοτική | τῷ | πυλῶνῐ | τοῖς | πυλῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πυλῶνᾰ | τοὺς | πυλῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | πυλών | πυλῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυλῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυλώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πυλών, -ῶνος αρσενικό
- πυλώνας, επιβλητική πύλη
- προθάλαμος (σε ναό, οικία κ.λπ.)
- φυλάκιο (εισόδου σε πόλη)
- (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) βασικός παράγοντας
Πηγές
- πυλών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυλών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.