ηλεκτρικό ρεύμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τη λέξη ηλεκτρικός και ρεύμα
Πολυλεκτικός όρος
ηλεκτρικό ρεύμα ουδέτερο
- ρεύμα ηλεκτρονίων που διατρέχει έναν καλό αγωγό του ηλεκτρισμού, όταν στα άκρα του δημιουργείται διαφορά δυναμικού
Μεταφράσεις
ηλεκτρικό ρεύμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.