πυλωρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυλωρός οι πυλωροί
      γενική του πυλωρού των πυλωρών
    αιτιατική τον πυλωρό τους πυλωρούς
     κλητική πυλωρέ πυλωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυλωρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυλωρός (αρχαία σημασία: φύλακας) < πύλ(η) + -ωρός (ὁράω)

Ουσιαστικό

πυλωρός αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πύλη

  • Δε σχετίζεται το πελώριος, ούτε το ναυτικό όργανο pelorus.

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῠλωρο-
ονομαστική / πυλωρός οἱ/αἱ πυλωροί
      γενική τοῦ/τῆς πυλωροῦ τῶν πυλωρῶν
      δοτική τῷ/τῇ πυλωρ τοῖς/ταῖς πυλωροῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν πυλωρόν τοὺς/τὰς πυλωρούς
     κλητική ! πυλωρέ πυλωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυλωρώ
γεν-δοτ τοῖν  πυλωροῖν
Σπάνια κοινού γένους: και θηλυκό «η φύλακας».
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυλωρός < πύλ(η) + -ωρός (ὁράω). Δείτε και το επικό πυλαωρός < πυλα- + -*ϝορός (για το δεύτερο συνθετικό δείτε και οὖρος).

Ουσιαστικό

πυλωρός αρσενικό (και θηλυκό

  1. φύλακας, θυρωρός
    και ως θηλυκό   5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1153
    πυλωρός δωμάτων γυνή
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. αρσενικό (ανατομία) o πυλωρός (τελευταίο τμήμα του στομάχου)
    2. θηλυκό (ανατομία) πυλωρός στη μήτρα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
αρσενικό ή θηλυκό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
πυλωρός οἱ
αἱ
πυλωροί
      γενική τοῦ
τῆς
πυλωροῦ τῶν πυλωρῶν
      δοτική τῷ
τῇ
πυλωρ τοῖς
ταῖς
πυλωροῖς
    αιτιατική τὸν
τὴν
πυλωρόν τοὺς
τὰς
πυλωρούς
     κλητική ! πυλωρέ πυλωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυλωρώ
γεν-δοτ τοῖν  πυλωροῖν
Αρσενικό στη σημασία: πυλωρός στο στομάχι.
Θηλυκό στη σημασία: πυλωρός, οστό της μήτρας.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  • επικός τύπος: πυλαωρός
  • πυλαυρός
  • ιωνικός τύπος: πυλευρός
  • πυλουρός

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.