θυρωρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | θυρωρός | οι | θυρωροί |
| γενική | του/της | θυρωρού | των | θυρωρών |
| αιτιατική | τον/τη | θυρωρό | τους/τις | θυρωρούς |
| κλητική | θυρωρέ | θυρωροί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θυρωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)
Ουσιαστικό
θυρωρός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και θυρωρίνα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θυρωρός | οἱ | θυρωροί |
| γενική | τοῦ | θυρωροῦ | τῶν | θυρωρῶν |
| δοτική | τῷ | θυρωρῷ | τοῖς | θυρωροῖς |
| αιτιατική | τὸν | θυρωρόν | τοὺς | θυρωρούς |
| κλητική ὦ! | θυρωρέ | θυρωροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυρωρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θυρωροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- θυρωρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θυρωρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.