φτερωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτερωτός | η | φτερωτή | το | φτερωτό |
| γενική | του | φτερωτού | της | φτερωτής | του | φτερωτού |
| αιτιατική | τον | φτερωτό | τη | φτερωτή | το | φτερωτό |
| κλητική | φτερωτέ | φτερωτή | φτερωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτερωτοί | οι | φτερωτές | τα | φτερωτά |
| γενική | των | φτερωτών | των | φτερωτών | των | φτερωτών |
| αιτιατική | τους | φτερωτούς | τις | φτερωτές | τα | φτερωτά |
| κλητική | φτερωτοί | φτερωτές | φτερωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτερωτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτερωτός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [fr].[1] Μορφολογικά αναλύετεται σε φτερ(ό) + -ωτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fteˈɾo/ & /tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτε‐ρω‐τός
Επίθετο
φτερωτός, -ή, -ό
- που έχει φτερά
- ※ Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;...- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης 1824‑1879, ποίημα Ὁ ἀνδριὰς του ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Εʹ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στίχος 2ος.
- ※ Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
Συνώνυμα
- φτερωμένος
Αντώνυμα
Αναφορές
- φτερωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.