μονόπτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόπτερος | η | μονόπτερη | το | μονόπτερο |
| γενική | του | μονόπτερου | της | μονόπτερης | του | μονόπτερου |
| αιτιατική | τον | μονόπτερο | τη | μονόπτερη | το | μονόπτερο |
| κλητική | μονόπτερε | μονόπτερη | μονόπτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόπτεροι | οι | μονόπτερες | τα | μονόπτερα |
| γενική | των | μονόπτερων | των | μονόπτερων | των | μονόπτερων |
| αιτιατική | τους | μονόπτερους | τις | μονόπτερες | τα | μονόπτερα |
| κλητική | μονόπτεροι | μονόπτερες | μονόπτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονόπτερος < ελληνιστική κοινή μονόπτερος < μονο- + αρχαία ελληνική πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Μεταφράσεις
μονόπτερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.