πτερόεις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πτερόεις < πτερόν + -όεις (= γεμάτος)

Επίθετο

πτερόεις αρσενικό, πτερόεσσα θηλυκό, πτερόεν ουδέτερο

  1. ο πτερωτός, φτερωτός, αυτός που έχει φτερά, αυτός που μπορεί να πετάξει (αρχαίο επίθετο)
    "ἔπεα πτερόεντα" αρχαία παροιμιώδης φράση από τον Όμηρο, που σήμαινε ότι άπαξ και κάτι είχε ειπωθεί, έφευγε από το στόμα, έβγαζε φτερά και πετούσε μακριά - αντίστοιχη με τη σημερινή φράση "λόγια του αέρα"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.