-πτερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -πτερος η -πτερη το -πτερο
      γενική του -πτερου της -πτερης του -πτερου
    αιτιατική τον -πτερο τη(ν) -πτερη το -πτερο
     κλητική -πτερε -πτερη -πτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -πτεροι οι -πτερες τα -πτερα
      γενική των -πτερων των -πτερων των -πτερων
    αιτιατική τους -πτερους τις -πτερες τα -πτερα
     κλητική -πτεροι -πτερες -πτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-πτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πτερος < πτερ(όν) + κατάληξη -ος
Το ουδέτερο, συχνά ουσιαστικοποιημένο.

Προφορά

ΔΦΑ : /pte.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πτερος

Επίθημα

-πτερος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πτερος στο Βικιλεξικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -πτερος τὸ -πτερον
      γενική τοῦ/τῆς -πτέρου τοῦ -πτέρου
      δοτική τῷ/τῇ -πτέρ τῷ -πτέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν -πτερον τὸ -πτερον
     κλητική ! -πτερε -πτερον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -πτεροι τὰ -πτερ
      γενική τῶν -πτέρων τῶν -πτέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς -πτέροις τοῖς -πτέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -πτέρους τὰ -πτερ
     κλητική ! -πτεροι -πτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -πτέρω τὼ -πτέρω
      γεν-δοτ τοῖν -πτέροιν τοῖν -πτέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-πτερος < πτερ(όν) + κατάληξη -ος

Επίθημα

-πτερος, -ος, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.