πρωτόπλαστοι
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πρωτόπλαστοι αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπλαστος
- (θρησκεία) οι πρώτοι άνθρωποι και οι μόνοι που έπλασε ο Γιαχβέ, δηλαδή ο Αδάμ και η Εύα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.