πρωτομαγιάτικα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | πρωτομαγιάτικα | ||
| γενική | των | πρωτομαγιάτικων | ||
| αιτιατική | τα | πρωτομαγιάτικα | ||
| κλητική | πρωτομαγιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
πρωτομαγιάτικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- αινίγματα ή ανέκδοτα που συνηθίζεται να ακούγονται την Πρωτομαγιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρωτομαγιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτομαγιάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.