συνδικαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνδικαλιστικός | η | συνδικαλιστική | το | συνδικαλιστικό |
| γενική | του | συνδικαλιστικού | της | συνδικαλιστικής | του | συνδικαλιστικού |
| αιτιατική | τον | συνδικαλιστικό | τη | συνδικαλιστική | το | συνδικαλιστικό |
| κλητική | συνδικαλιστικέ | συνδικαλιστική | συνδικαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνδικαλιστικοί | οι | συνδικαλιστικές | τα | συνδικαλιστικά |
| γενική | των | συνδικαλιστικών | των | συνδικαλιστικών | των | συνδικαλιστικών |
| αιτιατική | τους | συνδικαλιστικούς | τις | συνδικαλιστικές | τα | συνδικαλιστικά |
| κλητική | συνδικαλιστικοί | συνδικαλιστικές | συνδικαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνδικαλιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνδικαλιστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.