Maia
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Maia < αρχαία ελληνική Μαῖα
Κύριο όνομα
Maia θηλυκό
- (μυθολογία) η Μαῖα, μυθολογική μορφή, θεότητα, κόρη του Άτλαντα, μητέρα τού Ερμή
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Maia | |
| γενική | Maiae | |
| δοτική | Maiae | |
| αιτιατική | Maiam | |
| κλητική | Maia | |
| αφαιρετική | Maiā | |
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Maia < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Maia < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Maia < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Maia < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Maia < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.