πρωτευοντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πρωτευοντολόγος | οι | πρωτευοντολόγοι |
| γενική | του/της | πρωτευοντολόγου | των | πρωτευοντολόγων |
| αιτιατική | τον/την | πρωτευοντολόγο | τους/τις | πρωτευοντολόγους |
| κλητική | πρωτευοντολόγε | πρωτευοντολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτευοντολόγος (νεολογισμός) < Πρωτεύοντ(α) + -ο- + -λόγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική primatologist
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.te.von.doˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τευ‐ο‐ντο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
πρωτευοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (βιολογία) ειδικός στα πρωτεύοντα θηλαστικά (όπως μαϊμούδες, χιμπατζήδες, γορίλες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.