προσχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσχηματισμός | οι | προσχηματισμοί |
| γενική | του | προσχηματισμού | των | προσχηματισμών |
| αιτιατική | τον | προσχηματισμό | τους | προσχηματισμούς |
| κλητική | προσχηματισμέ | προσχηματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσχηματισμός < προσχηματίζω + -μός
- προσχηματισμός < προ- + σχηματισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préformation[1])
Ουσιαστικό
προσχηματισμός αρσενικό
- (γενικότερα) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσχηματίζω
- (ειδικότερα, παρωχημένο, βιολογία) η αντίληψη ότι όλες οι βασικές δομές ή πληροφορίες για τον επόμενο οργανισμό είναι προδιαμορφωμένες ή προκαθορισμένες από τη στιγμή της σύλληψης
Μεταφράσεις
- προσχηματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.