προσχηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- απροσχημάτιστα
- απροσχημάτιστος
- απροσχηματίστως
- προσχηματικά
- προσχηματικός
- προσχηματικώς
- προσχηματισμένος
- προσχηματισμός
- → δείτε τις λέξεις πρόσχημα, προ και σχήμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσχηματίζω | προσχημάτιζα | θα προσχηματίζω | να προσχηματίζω | προσχηματίζοντας | |
| β' ενικ. | προσχηματίζεις | προσχημάτιζες | θα προσχηματίζεις | να προσχηματίζεις | προσχημάτιζε | |
| γ' ενικ. | προσχηματίζει | προσχημάτιζε | θα προσχηματίζει | να προσχηματίζει | ||
| α' πληθ. | προσχηματίζουμε | προσχηματίζαμε | θα προσχηματίζουμε | να προσχηματίζουμε | ||
| β' πληθ. | προσχηματίζετε | προσχηματίζατε | θα προσχηματίζετε | να προσχηματίζετε | προσχηματίζετε | |
| γ' πληθ. | προσχηματίζουν(ε) | προσχημάτιζαν προσχηματίζαν(ε) |
θα προσχηματίζουν(ε) | να προσχηματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσχημάτισα | θα προσχηματίσω | να προσχηματίσω | προσχηματίσει | ||
| β' ενικ. | προσχημάτισες | θα προσχηματίσεις | να προσχηματίσεις | προσχημάτισε | ||
| γ' ενικ. | προσχημάτισε | θα προσχηματίσει | να προσχηματίσει | |||
| α' πληθ. | προσχηματίσαμε | θα προσχηματίσουμε | να προσχηματίσουμε | |||
| β' πληθ. | προσχηματίσατε | θα προσχηματίσετε | να προσχηματίσετε | προσχηματίστε | ||
| γ' πληθ. | προσχημάτισαν προσχηματίσαν(ε) |
θα προσχηματίσουν(ε) | να προσχηματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσχηματίσει | είχα προσχηματίσει | θα έχω προσχηματίσει | να έχω προσχηματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσχηματίσει | είχες προσχηματίσει | θα έχεις προσχηματίσει | να έχεις προσχηματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσχηματίσει | είχε προσχηματίσει | θα έχει προσχηματίσει | να έχει προσχηματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσχηματίσει | είχαμε προσχηματίσει | θα έχουμε προσχηματίσει | να έχουμε προσχηματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσχηματίσει | είχατε προσχηματίσει | θα έχετε προσχηματίσει | να έχετε προσχηματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσχηματίσει | είχαν προσχηματίσει | θα έχουν προσχηματίσει | να έχουν προσχηματίσει |
| |
Μεταφράσεις
προσχηματίζω
|
|
- προσχηματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.