προσχεδιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσχεδιασμός | οι | προσχεδιασμοί |
| γενική | του | προσχεδιασμού | των | προσχεδιασμών |
| αιτιατική | τον | προσχεδιασμό | τους | προσχεδιασμούς |
| κλητική | προσχεδιασμέ | προσχεδιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσχεδιασμός < προσχεδιάζω + -μός
Μεταφράσεις
προσχεδιασμός
|
- προσχεδιασμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.