προσχεδίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσχεδίασμα τα προσχεδιάσματα
      γενική του προσχεδιάσματος των προσχεδιασμάτων
    αιτιατική το προσχεδίασμα τα προσχεδιάσματα
     κλητική προσχεδίασμα προσχεδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσχεδίασμα < προσχεδιάζω + -μα

Ουσιαστικό

προσχεδίασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.