προσχεδιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσχεδιασμένος | η | προσχεδιασμένη | το | προσχεδιασμένο |
| γενική | του | προσχεδιασμένου | της | προσχεδιασμένης | του | προσχεδιασμένου |
| αιτιατική | τον | προσχεδιασμένο | την | προσχεδιασμένη | το | προσχεδιασμένο |
| κλητική | προσχεδιασμένε | προσχεδιασμένη | προσχεδιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσχεδιασμένοι | οι | προσχεδιασμένες | τα | προσχεδιασμένα |
| γενική | των | προσχεδιασμένων | των | προσχεδιασμένων | των | προσχεδιασμένων |
| αιτιατική | τους | προσχεδιασμένους | τις | προσχεδιασμένες | τα | προσχεδιασμένα |
| κλητική | προσχεδιασμένοι | προσχεδιασμένες | προσχεδιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσχεδιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχεδιάζω
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσχεδιάζω, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω
Μεταφράσεις
προσχεδιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.