πεσόντων
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
πεσόντων
γενική
πληθυντικού αρσενικού και ουδετέρου της μετοχής
πεσών
(μετοχής αορίστου
ἔπεσον
του ρήματος
πίπτω
, συνήθως για νεκρούς μάχης)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.