εθνική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εθνική, σύντομο αντί του εθνική ομάδα
- εθνική, σύντομο αντί του εθνική οδός
Ουσιαστικό
εθνική θηλυκό
- αθλητική ομάδα που εκπροσωπεί μία χώρα σε διεθνείς διοργανώσεις
- μεγάλη οδική αρτηρία που συνδέει μεταξύ τους μεγάλες πόλεις
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.