εθνική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. εθνική, σύντομο αντί του εθνική ομάδα
  2. εθνική, σύντομο αντί του εθνική οδός

Ουσιαστικό

εθνική θηλυκό

  1. αθλητική ομάδα που εκπροσωπεί μία χώρα σε διεθνείς διοργανώσεις
  2. μεγάλη οδική αρτηρία που συνδέει μεταξύ τους μεγάλες πόλεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εθνική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.