βαφτίσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαφτίσια < πληθυντικός αριθμός του βαφτίσι < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική βαφτίσιν (με [pt] > [ft]) < αρχαία ελληνική: απαρέμφατο βαπτίσειν [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈfti.sça/

Ουσιαστικό

βαφτίσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.