προσελκυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσελκυσμένος | η | προσελκυσμένη | το | προσελκυσμένο |
| γενική | του | προσελκυσμένου | της | προσελκυσμένης | του | προσελκυσμένου |
| αιτιατική | τον | προσελκυσμένο | την | προσελκυσμένη | το | προσελκυσμένο |
| κλητική | προσελκυσμένε | προσελκυσμένη | προσελκυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσελκυσμένοι | οι | προσελκυσμένες | τα | προσελκυσμένα |
| γενική | των | προσελκυσμένων | των | προσελκυσμένων | των | προσελκυσμένων |
| αιτιατική | τους | προσελκυσμένους | τις | προσελκυσμένες | τα | προσελκυσμένα |
| κλητική | προσελκυσμένοι | προσελκυσμένες | προσελκυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσελκυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσελκύω
Μεταφράσεις
προσελκυσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.