αναπροσέλκυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπροσέλκυση οι αναπροσελκύσεις
      γενική της αναπροσέλκυσης* των αναπροσελκύσεων
    αιτιατική την αναπροσέλκυση τις αναπροσελκύσεις
     κλητική αναπροσέλκυση αναπροσελκύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπροσελκύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπροσέλκυση < αναπροσελκύω + -ση

Ουσιαστικό

αναπροσέλκυση[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. αναπροσέλκυση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.