προσελκυστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσελκυστικός | η | προσελκυστική | το | προσελκυστικό |
| γενική | του | προσελκυστικού | της | προσελκυστικής | του | προσελκυστικού |
| αιτιατική | τον | προσελκυστικό | την | προσελκυστική | το | προσελκυστικό |
| κλητική | προσελκυστικέ | προσελκυστική | προσελκυστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσελκυστικοί | οι | προσελκυστικές | τα | προσελκυστικά |
| γενική | των | προσελκυστικών | των | προσελκυστικών | των | προσελκυστικών |
| αιτιατική | τους | προσελκυστικούς | τις | προσελκυστικές | τα | προσελκυστικά |
| κλητική | προσελκυστικοί | προσελκυστικές | προσελκυστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- προσελκυστικά
- προσελκυστικώς
- → δείτε τη λέξη προσελκύω
Μεταφράσεις
προσελκυστικός
|
|
- προσελκυστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.