προσελκυσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσελκυσμός | οι | προσελκυσμοί |
| γενική | του | προσελκυσμού | των | προσελκυσμών |
| αιτιατική | τον | προσελκυσμό | τους | προσελκυσμούς |
| κλητική | προσελκυσμέ | προσελκυσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσελκυσμός < (προσελκύω) προσελκυσ- + -μός
Μεταφράσεις
προσελκυσμός
|
Αναφορές
- προσελκυσμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.