ἕλκω

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.



Αρχαία ελληνικά (grc)

[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:διαχωρισμός ορισμών, έλεγχος συγγενικών)]]

Ετυμολογία

ἕλκω < ϝέλκω < ρίζα ϝελκ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)· συγγενές με τα ὦλξ, αὖλαξ και ὁλκή

Ρήμα

ἕλκω

  • τραβάω πισω μου, σέρνω, απάγω, σύρω επάνω, ανέλκω, σύρω εδώ κι εκει, σέρνω κάποιον στα δικαστήρια, έχω βάρος επάνω μου
    ἓλκω πλοῖον (καθέλκω ή ανέλκω πλοίο)
    ἓλκει πλεῖον (εννοείται την πλάστιγγα, δηλαδή ζυγίζει περισσότερο, είναι πιο βαρύ)
    ἓλκω το ξίφος και ξίφος ἓλκομαι (τραβάω το σπαθί)
    ἓλκω βίοτον : διάγω άθλια ζωή

Συγγενικά

  • ἕλξις
  • ἑλκτέον (αυτό που πρέπει να έλξει κάποιος)
  • ἑλκτικός (αυτός που μπορεί να τραβήξει, να σύρει)
  • ἑλκυστάζω : θαμιστικό του ἓλκω και ἑλκύω (σέρνω εδώ κι εκεί)

με ὁλκ-  δείτε  (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

σε -μαι

  • ἀνεφέλκομαι
  • προσεφέλκομαι
  • συνεξέλκομαι

σε -ω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.