μετάπλαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάπλαση οι μεταπλάσεις
      γενική της μετάπλασης* των μεταπλάσεων
    αιτιατική τη μετάπλαση τις μεταπλάσεις
     κλητική μετάπλαση μεταπλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάπλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετάπλα(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + πλασ- (πλάθω) + (πλάση)

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈta.pla.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετάπλαση

Ουσιαστικό

μετάπλαση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταπλάθω ή μεταπλάσσω
    η πιο πρόσφατη μετάπλαση της πλατείας έγινε το 2020
    1. (γλωσσολογία, γραμματική) η μεταβολή του μέρους λόγου μιας λέξης σε άλλο, χωρίς να μεταβληθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του[1]
    2.   Κατά τη μετάπλαση το σύνθετο παίρνει τη μορφή επιθέτου που συνδέεται στενότερα με το ουσιαστικό του β΄ συνθετικού. (§139 Η διαμόρφωση του θέματος του β΄ συνθετικού κατά τη μετάπλαση - [2]
       και δείτε τον όρο μεταπλασμός καταλήξεων
    3. (ιατρική) συνώνυμο του μεταπλασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Παραγωγή» - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά βιβλία. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.