προσγειάλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσγειάλωση | οι | προσγειαλώσεις |
| γενική | της | προσγειάλωσης* | των | προσγειαλώσεων |
| αιτιατική | την | προσγειάλωση | τις | προσγειαλώσεις |
| κλητική | προσγειάλωση | προσγειαλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειαλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσγειάλωση < προσγειαλώνω
Ουσιαστικό
προσγειάλωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος): προσέγγιση ακτής από τη θάλασσα, για οποιοδήποτε σκοπό π.χ. όρμιση, αγκυροβολία, ελλιμενισμός, διάπλους πορθμού, διώρυγας κ.λπ.
- (ναυτικός όρος): ειδικότερα, η προσέγγιση και προσεδάφιση σε αμμώδη ακτή αποβατικών πλοίων π.χ. αρματαγωγών, οπλιταγωγών, οχηματαγωγών, πορθμείων κ.λπ.
- η προσγειάλωση απαιτεί πολύ καλή γνώση ακτοπλοΐας και χρήση κάθε παρεχόμενου ναυτιλιακού βοηθήματος, (ναυτικός χάρτης, πλοηγός, ραντάρ, διοπτεύσεις κ.λπ.)
Συγγενικά
Εκφράσεις
- αναγκαστική προσγειάλωση: η ηθελημένη προσάραξη που επιχειρείται για τη διάσωση σκάφους ή πλοίου όταν η πλευστότητα αυτού έχει καταστεί επικίνδυνη απ΄ οποιαδήποτε αιτία π.χ. ρήγμα, διαρροή, μετακίνηση φορτίου, πυρκαγιά κ.λπ.
Μεταφράσεις
προσγειάλωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.