ferry

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ferry ferries

ferry (en)

Ρήμα

ενεστώτας ferry
γ΄ ενικό ενεστώτα ferries
αόριστος ferried
παθητική μετοχή ferried
ενεργητική μετοχή ferrying

ferry (en)

  • περνάω, κινώ κάποιον ή κάτι σε μια βάρκα
    Can you ferry me across the lake?
    Μπορείς να με περάσεις απέναντι στη λίμνη;

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
ferry ferrys

Ουσιαστικό

ferry (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.