Ὀδυσσεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Ὀδυσσεύς < πιθανόν αρχαία ελληνική ὀδύσσομαι (μισώ)[1]. Προτείνεται και έτυμο μη ελληνικό. Κατά τον Beekes[2] πρωτοελληνική ς προέλευσης.
Κύριο όνομα
- Ὀδυσσεύς αρσενικό
Αναφορές
- The Homeric Etymology of the Name Odysseus, Stanford, W. B., Classical Philology, vol. 47, no. 4, 1952, pp. 209–213. JSTOR
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- Ὀδυσσεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ὀδυσσεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Μεταφράσεις
Ὀδυσσεύς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.