πολυθρήνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυθρήνητος η πολυθρήνητη το πολυθρήνητο
      γενική του πολυθρήνητου της πολυθρήνητης του πολυθρήνητου
    αιτιατική τον πολυθρήνητο την πολυθρήνητη το πολυθρήνητο
     κλητική πολυθρήνητε πολυθρήνητη πολυθρήνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυθρήνητοι οι πολυθρήνητες τα πολυθρήνητα
      γενική των πολυθρήνητων των πολυθρήνητων των πολυθρήνητων
    αιτιατική τους πολυθρήνητους τις πολυθρήνητες τα πολυθρήνητα
     κλητική πολυθρήνητοι πολυθρήνητες πολυθρήνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυθρήνητος < ελληνιστική

Επίθετο

πολυθρήνητος, -η, -ο

  1. που θρηνείται από πολλούς, του οποίου ο χαμός προκαλεί μεγάλη λύπη
  2. του οποίου ο χαμός αξίζει να θρηνηθεί


Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.