πολυθρήνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυθρήνητος | η | πολυθρήνητη | το | πολυθρήνητο |
| γενική | του | πολυθρήνητου | της | πολυθρήνητης | του | πολυθρήνητου |
| αιτιατική | τον | πολυθρήνητο | την | πολυθρήνητη | το | πολυθρήνητο |
| κλητική | πολυθρήνητε | πολυθρήνητη | πολυθρήνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυθρήνητοι | οι | πολυθρήνητες | τα | πολυθρήνητα |
| γενική | των | πολυθρήνητων | των | πολυθρήνητων | των | πολυθρήνητων |
| αιτιατική | τους | πολυθρήνητους | τις | πολυθρήνητες | τα | πολυθρήνητα |
| κλητική | πολυθρήνητοι | πολυθρήνητες | πολυθρήνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυθρήνητος < ελληνιστική
Επίθετο
πολυθρήνητος, -η, -ο
- που θρηνείται από πολλούς, του οποίου ο χαμός προκαλεί μεγάλη λύπη
- του οποίου ο χαμός αξίζει να θρηνηθεί
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πολυθρήνητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.