πολύκλαυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύκλαυτος | η | πολύκλαυτη | το | πολύκλαυτο |
| γενική | του | πολύκλαυτου | της | πολύκλαυτης | του | πολύκλαυτου |
| αιτιατική | τον | πολύκλαυτο | την | πολύκλαυτη | το | πολύκλαυτο |
| κλητική | πολύκλαυτε | πολύκλαυτη | πολύκλαυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύκλαυτοι | οι | πολύκλαυτες | τα | πολύκλαυτα |
| γενική | των | πολύκλαυτων | των | πολύκλαυτων | των | πολύκλαυτων |
| αιτιατική | τους | πολύκλαυτους | τις | πολύκλαυτες | τα | πολύκλαυτα |
| κλητική | πολύκλαυτοι | πολύκλαυτες | πολύκλαυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύκλαυτος < πολύ- → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.kla.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐κλαυ‐τος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πολύκλαυτος
|
Πηγές
- «πολύκλαυτος, πολύκλαυστος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.