πολυδάκρυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδάκρυτος η πολυδάκρυτη το πολυδάκρυτο
      γενική του πολυδάκρυτου της πολυδάκρυτης του πολυδάκρυτου
    αιτιατική τον πολυδάκρυτο την πολυδάκρυτη το πολυδάκρυτο
     κλητική πολυδάκρυτε πολυδάκρυτη πολυδάκρυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδάκρυτοι οι πολυδάκρυτες τα πολυδάκρυτα
      γενική των πολυδάκρυτων των πολυδάκρυτων των πολυδάκρυτων
    αιτιατική τους πολυδάκρυτους τις πολυδάκρυτες τα πολυδάκρυτα
     κλητική πολυδάκρυτοι πολυδάκρυτες πολυδάκρυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυδάκρυτος < αρχαία ελληνική

Επίθετο

πολυδάκρυτος, -η, -ο

  1. που κάνει πολύ κόσμο να κλαίει
    η πολυδάκρυτη γιαγιά μας
  2. που αξίζει να κλάψει κανείς γι' αυτόν· μερικές φορές, χρησιμοποιείται με ειρωνική έννοια
    η πολυδάκρυτη ιστορία του νομοσχεδίου


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.