πολιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιός | η | πολιά | το | πολιό |
| γενική | του | πολιού | της | πολιάς | του | πολιού |
| αιτιατική | τον | πολιό | την | πολιά | το | πολιό |
| κλητική | πολιέ | πολιά | πολιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιοί | οι | πολιές | τα | πολιά |
| γενική | των | πολιών | των | πολιών | των | πολιών |
| αιτιατική | τους | πολιούς | τις | πολιές | τα | πολιά |
| κλητική | πολιοί | πολιές | πολιά | |||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιός
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐ός
Μεταφράσεις
πολιός
|
|
Πηγές
- πολιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πολιός | ἡ | πολιᾱ́ & πολιός |
τὸ | πολιόν |
| γενική | τοῦ | πολιοῦ | τῆς | πολιᾶς & πολιοῦ |
τοῦ | πολιοῦ |
| δοτική | τῷ | πολιῷ | τῇ | πολιᾷ & πολιῷ |
τῷ | πολιῷ |
| αιτιατική | τὸν | πολιόν | τὴν | πολιᾱ́ν & πολιόν |
τὸ | πολιόν |
| κλητική ὦ! | πολιέ | πολιᾱ́ & πολιέ |
πολιόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πολιοί | αἱ | πολιαί & πολιοί |
τὰ | πολιᾰ́ |
| γενική | τῶν | πολιῶν | τῶν | πολιῶν & πολιῶν |
τῶν | πολιῶν |
| δοτική | τοῖς | πολιοῖς | ταῖς | πολιαῖς & πολιοῖς |
τοῖς | πολιοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | πολιούς | τὰς | πολιᾱ́ς & πολιούς |
τὰ | πολιᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πολιοί | πολιαί & πολιοί |
πολιᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιώ | τὼ | πολιᾱ́ & πολιώ |
τὼ | πολιώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | πολιοῖν | τοῖν | πολιαῖν & πολιοῖν |
τοῖν | πολιοῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πολιός -ά/ός -όν, συγκριτικός :πολιώτερος
Παράγωγα
παράγωγα & σύνθετα
- ἐπιπόλιος
- καταπολιός
- μεσαιπόλιος, μεσοπόλιος
- μιξοπόλιος
- ὀλιγοπόλιος
- πολιαίνω, πολιαίνομαι
- πολιάς
- πολιοειδής
- πολιόθριξ
- πολιοκόρσης
- πολιοκρόταφος
- πολιοπλόκαμος
- πολιότης
- πολιότριχος
- πολιόφυλλον
- πολιόχρως
- πολιόω
- πολιώδης
- πολίωμα
- πολίωσις
- προπόλιος
- σπαρνοπόλιος, σπαρτοπόλιος
- ὑποπόλιος
Πηγές
- πολιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.