ασπρομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπρομάλλης | η | ασπρομάλλα ασπρομαλλού ασπρομαλλούσα |
το | ασπρομάλλικο |
| γενική | του | ασπρομάλλη | της | ασπρομάλλας ασπρομαλλούς ασπρομαλλούσας |
του | ασπρομάλλικου |
| αιτιατική | τον | ασπρομάλλη | την | ασπρομάλλα ασπρομαλλού ασπρομαλλούσα |
το | ασπρομάλλικο |
| κλητική | ασπρομάλλη | ασπρομάλλα ασπρομαλλού ασπρομαλλούσα |
ασπρομάλλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπρομάλληδες | οι | ασπρομάλλες ασπρομαλλούδες ασπρομαλλούσες |
τα | ασπρομάλλικα |
| γενική | των | ασπρομάλληδων | των | — ασπρομαλλούδων — |
των | ασπρομάλλικων |
| αιτιατική | τους | ασπρομάλληδες | τις | ασπρομάλλες ασπρομαλλούδες ασπρομαλλούσες |
τα | ασπρομάλλικα |
| κλητική | ασπρομάλληδες | ασπρομάλλες ασπρομαλλούδες ασπρομαλλούσες |
ασπρομάλλικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α, -ού και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. Συγκρίνετε με το ασπρόμαλλος, ασπρόμαλλη, ασπρόμαλλο. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασπρομάλλης < ασπρο- + -μάλλης
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.spɾoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπρο‐μάλ‐λης
Μεταφράσεις
ασπρομάλλης
|
Πηγές
- Λέξεις με ασπρομαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.