πολιόθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*πολιόθρῐχ- πολιότρῐχ-
ονομαστική / πολιόθριξ οἱ/αἱ πολιότριχες
      γενική τοῦ/τῆς πολιότριχος τῶν πολιοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ πολιότριχ τοῖς/ταῖς πολιότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πολιότριχ τοὺς/τὰς πολιότριχᾰς
     κλητική ! πολιόθριξ πολιότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιότριχε
γεν-δοτ τοῖν  πολιοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < πολιό(ς) + -θριξ

Ουσιαστικό

πολιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.