πολιόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *πολιόθρῐχ- πολιότρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολιόθριξ | οἱ/αἱ | πολιότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολιότριχος | τῶν | πολιοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολιότριχῐ | τοῖς/ταῖς | πολιότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολιότριχᾰ | τοὺς/τὰς | πολιότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πολιόθριξ | πολιότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολιοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πολιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < πολιό(ς) + -θριξ
Ουσιαστικό
πολιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που έχει άσπρα μαλλιά, ασπρομάλλης
- ※ Ἔθος δέ τι τῶν Κίμβρων διηγοῦνται τοιοῦτον, ὅτι ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν συστρατευούσαις παρηκολούθουν προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες, λευχείμονες, καρπασίνας ἐφαπτίδας ἐπιπεπορπημέναι, ζῶσμα χαλκοῦν ἔχουσαι, γυμνόποδες (Στράβων, Γεωγραφικά Ζ, 2.3)
Πηγές
- πολιόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.