μεσοπόλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ μεσοπόλιος | τὸ μεσοπόλιον | οἱ, αἱ μεσοπόλιοι | τὰ μεσοπόλια |
| Γενική | τοῦ, τῆς μεσοπολίου | τοῦ μεσοπολίου | τῶν μεσοπολίων | τῶν μεσοπολίων |
| Δοτική | τῷ, τῇ μεσοπολίῳ | τῷ μεσοπολίῳ | τοῖς, ταῖς μεσοπολίοις | τοῖς μεσοπολίοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν μεσοπόλιον | τὸ μεσοπόλιον | τοὺς, τὰς μεσοπολίους | τὰ μεσοπόλια |
| Κλητική | μεσοπόλιε | μεσοπόλιον | μεσοπόλιοι | μεσοπόλια |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μεσοπολίω | |||
| Γενική-Δοτική | μεσοπολίοιν | |||
Επίθετο
μεσοπόλιος, -ος, -ον και μεσαιπόλιος
- ψαρομάλλης, μεσήλικας, μεσόκοπος, που τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να γκριζάρουν
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.